δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… … Dictionary of Greek
ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
πλαγιαστήρας — ο, Ν ναυτ. πρόσθετο σχοινί με το οποίο εκτείνεται ένα ιστίο έτσι ώστε να δέχεται τον άνεμο με τον πιο επωφελή τρόπο, αλλ. μπουρίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαγιάζω + επίθημα τήρ (πρβλ. σιγασ τήρ). Η λ., στον λόγιο τ. πλαγιαστήρ, μαρτυρείται από το 1858… … Dictionary of Greek
προκοπτικός — ή, όν, Α [προκόπτω] αυτός που συντελεί στην προκοπή, ο επωφελής, ο χρήσιμος. επίρρ... προκοπτικῶς Α 1. κατά τρόπο επωφελή 2. προοδευτικά … Dictionary of Greek
φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… … Dictionary of Greek
χρήσιμος — η, ο / χρήσιμος, ίμη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α (για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί επωφελώς, ωφέλιμος αρχ. 1. (ιδίως για πολίτη) αυτός που προσφέρει επωφελείς υπηρεσίες στην πατρίδα του, χρηστός 2. (για… … Dictionary of Greek
Κομνηνός — I Επώνυμο δυναστείας αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Η δυναστεία των Κ. βασίλευσε από το 1081 έως το 1185, δίνοντας πέντε αυτοκράτορες. Η εποχή των Κ. διαδέχθηκε μια περίοδο την οποία χαρακτήρισαν σοβαρά εξωτερικά και εσωτερικά προβλήματα: η… … Dictionary of Greek
Νάπιερ, Τσαρλς Τζέιμς — (Charles James Napier, Λονδίνο 1782 – Πόρτσμουθ 1853). Βρετανός στρατηγός και πολιτικός. Ακολούθησε τον στρατιωτικό κλάδο, όπου ανέβηκε σταδιακά στα αξιώματα του υπολοχαγού (1800), του λοχαγού (1806), του αντισυνταγματάρχη (1811) και του… … Dictionary of Greek
ψυχοτρόπα φάρμακα — Χημικές ουσίες που έχουν την ιδιότητα να επηρεάζουν τις ψυχικές διεργασίες του ανθρώπου και τη συμπεριφορά των ζώων. Πρακτικά πρόκειται για μια μεγάλη κατηγορία ουσιών, με εξαιρετικά ποικίλη χημική δομή, που έχουν την κοινή ιδιότητα πρόσκαιρης… … Dictionary of Greek
επωφελούμαι — επωφελήθηκα, επωφελημένος, ωφελούμαι από κάτι, μεταχειρίζομαι κάτι με τρόπο επωφελή, χρήσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)